σαγματοποιός

From LSJ
Revision as of 21:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαγμᾰτοποιός Medium diacritics: σαγματοποιός Low diacritics: σαγματοποιός Capitals: ΣΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: sagmatopoiós Transliteration B: sagmatopoios Transliteration C: sagmatopoios Beta Code: sagmatopoio/s

English (LSJ)

ὁ,    A saddler, Stud.Pal.3.119 (vi A.D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 857] Saumsattel machend (?).

Greek (Liddell-Scott)

σαγματοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάων σάγματα, «σαμαρᾶς», Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο κατασκευαστής σαγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, -ατος + -ποιός].