σκοτοεργός
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
όν, A working in the dark, κλιβανεύς Man.1.80.
German (Pape)
[Seite 905] im Finstern, Verborgenen arbeitend, Man. 1, 81.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτοεργός: -όν, ὁ ἐν τῷ σκότει ἐργαζόμενος, κλιβανεὺς Μανέθων 1. 80.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που εργάζεται στο σκοτάδι («σκοτοεργὸς κλιβανεύς», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -εργός (< έργον), πρβλ. λιθο-εργός].