σπαρτέον
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
(σπείρω) A one must sow, Gp.2.13.2.
Greek (Liddell-Scott)
σπαρτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ σπείρω, πρέπει να σπείρῃ τις, Κλήμ. Ἀλ. 188.