σκαιούργημα
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ατος, τό, A ill-behaviour, Tz.H.3.255.
German (Pape)
[Seite 888] τό, linkische, ungeschickte Handlung, Tzetz.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Μ σκαιουργῶ
αδέξια ή βάναυση συμπεριφορά.