σταλαγμιαῖος

From LSJ
Revision as of 22:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταλαγμιαῖος Medium diacritics: σταλαγμιαῖος Low diacritics: σταλαγμιαίος Capitals: ΣΤΑΛΑΓΜΙΑΙΟΣ
Transliteration A: stalagmiaîos Transliteration B: stalagmiaios Transliteration C: stalagmiaios Beta Code: stalagmiai=os

English (LSJ)

α, ον,    A as measured by the water-clock, ὥρα Paul.Al.K.4; τὰς λεπτομερεῖς ἡμέρας καὶ σ. ὥρας Vett.Val.274.2.

German (Pape)

[Seite 928] tropfenweis, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰλαγμιαῖος: -α, -ον, ὁ κατὰ σταγόνας πίπτων, Παῦλ. Ἀλεξ.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που μετρείται με υδραυλικό χρονόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαγμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταγον-ιαῖος)].