στοχαστής

From LSJ
Revision as of 23:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοχαστής Medium diacritics: στοχαστής Low diacritics: στοχαστής Capitals: ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ
Transliteration A: stochastḗs Transliteration B: stochastēs Transliteration C: stochastis Beta Code: stoxasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A diviner, LXX Is.3.2; τῶν μελλόντων J.BJ4.4.6.    2 one who aims at, τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων, ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῦς ἀληθείας Ph.1.10.

German (Pape)

[Seite 949] ὁ, der Zielende, Erzielende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στοχαστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰκάζων, συμπεραίνων, μάντις, τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων Φίλων 1. 10· τῶν μελλόντων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 6.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ στοχάζομαι
νεοελλ.
σκεπτόμενος άνθρωπος, αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα της ζωής και της ιστορίας, διανοητής
(μσν.-αρχ.)
1. αυτός που εικάζει, που προβλέπει κάτι, οξυδερκής (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», Ιώσ.
β. «τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῡς ἀληθείας στοχαστής», Φίλ.)
2. αυτός που αναζητεί και διακηρύσσει την αλήθεια («ἀρθῆναι ἀπ' αὐτῶν προφήτην καὶ στοχαστήν», Βασ.).