συγκεκομμένως

From LSJ
Revision as of 23:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεκομμένως Medium diacritics: συγκεκομμένως Low diacritics: συγκεκομμένως Capitals: ΣΥΓΚΕΚΟΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synkekomménōs Transliteration B: synkekommenōs Transliteration C: sygkekommenos Beta Code: sugkekomme/nws

English (LSJ)

Adv. of συγκόπτω,    A concisely, AB751.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεκομμένως: Ἐπίρρ. τοῦ συγκόπτω, κατὰ συγκοπὴν ἢ συντόμως, Α. Β. 751. ΙΙ. ἐν λιποθυμίᾳ ἢ συγκοπῇ τῆς καρδίας, Ψελλ. ἐν Ideler. Phys. 1. 231. 2) παρὰ τοῖς Γραμμ., κατὰ συγκοπήν, ἐν συγκεκομμένῳ τύπῳ, Ἐτυμολ. Γουδ. 631. 57.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συγκεκομμένα Ν
επίρρ. με σύντμηση ή με συντομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεκομμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του συγκόπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συγκεκομμένα Ν
επίρρ. με σύντμηση ή με συντομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεκομμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του συγκόπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].