συμπεριποιέω
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
A help in procuring, τὴν ἀρχήν τινι Plb.3.49.9, cf. D.S.11.81.
German (Pape)
[Seite 986] mit od. zugleich verschaffen; τινὶ τὲν ἀρχήν Pol. 3, 49, 9.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριποιέω: ὁμοῦ περιποιῶ, συμπρομηθεύω, τὴν ἀρχήν τινι Πολύβ. 3. 49, 9, πρβλ. Διόδ. 11. 81.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aider à acquérir.
Étymologie: σύν, περιποιέω.
Greek Monotonic
συμπεριποιέω: μέλ. -ήσω, προμηθεύω από κοινού, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριποιέω: помогать добыть (τὴν ἀρχήν τινι Polyb.; τὴν τῆς Βοιωτίας ἡγεμονίαν Diod.).
Middle Liddell
fut. ήσω
to help in procuring, Polyb.