συνάντημα
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ατος, τό, A incident, occurrence, ib.Ec.9.2,3. 2 visitation, of plague, etc., ib.Ex.9.14, PMag.Leid.W.18.5, Anon. in Rh.1.646 W.; σ. νυκτερινόν nightmare, Cyran.31. 3 confirmation, in pl., Phld. Sign.19.
German (Pape)
[Seite 1001] τό, das Begegniß, LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνάντημα: τό, συμβεβηκός, συμβάν, τυχαῖον συμβάν, Ideler Phys. 2. 370, Ρήτορες (Walz) 1. 646· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ΄, 14) ἐπὶ τῶν πληγῶν τῆς Αἰγύπτου.
Spanish
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συναντῶ
τυχαίο συμβάν, σύμπτωση
νεοελλ.
συνάντηση, συναπάντημα
μσν.-αρχ.
(για νόσο ή επιδημία) αιφνίδια επίπτωση, αιφνίδια προσβολή
αρχ.
επιβεβαίωση, επικύρωση.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συναντῶ
τυχαίο συμβάν, σύμπτωση
νεοελλ.
συνάντηση, συναπάντημα
μσν.-αρχ.
(για νόσο ή επιδημία) αιφνίδια επίπτωση, αιφνίδια προσβολή
αρχ.
επιβεβαίωση, επικύρωση.