συνοδηγός
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
Full diacritics: συνοδηγός | Medium diacritics: συνοδηγός | Low diacritics: συνοδηγός | Capitals: ΣΥΝΟΔΗΓΟΣ |
Transliteration A: synodēgós | Transliteration B: synodēgos | Transliteration C: synodigos | Beta Code: sunodhgo/s |
ὁ, A guide, Lyr.Alex.Adesp.1.15.
ο, η / συνοδηγός, -όν, ΝΑ ὁδηγός
ο επίσης οδηγός
νεοελλ.
αυτός που κάθεται δίπλα στον οδηγό οχήματος
αρχ.
οδηγός.