συσσεύω
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
A urge on together, βοῶν κάρηνα h.Merc.94; συνεσσεύοντο Ποιναί Orph.A.982.
Greek (Liddell-Scott)
συσσεύω: ὁμοῦ θέτω εἰς κίνησιν, ὁμοῦ ἐπισπεύδω, βοῶν κάρηνα Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 94· συνεσσεύοντο Ποιναὶ Ὀρφ. Ἀργ. 980.
French (Bailly abrégé)
pousser ensemble ou en même temps;
Moy. συσσεύομαι s’élancer ensemble.
Étymologie: σύν, σεύω.
Greek Monolingual
Α
θέτω μαζί σε κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σεύω «θέτω σε γρήγορη κίνηση, διώχνω»].
Greek Monotonic
συσσεύω: θέτω μαζί σε κίνηση, επισπεύδω συλλήβδην· βοῶν κάρηνα, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
συσσεύω: (только aor. συνέσευα) вместе гнать вперед, погонять (βοῶν κάρηνα HH).