σωληνοθήρας
From LSJ
ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
English (LSJ)
ου, ὁ, A one who fishes for the σωλήν 5, Phaenias ap. Ath.3.90f.
German (Pape)
[Seite 1059] ὁ, der Fischer, der die Meermuschel σωλήν fängt, Ath. III, 90 e.
Greek (Liddell-Scott)
σωληνοθήρας: -ου, ὁ, θηρεύων σωλῆνας (4), Ἀθήν. 90Ε, πρβλ. σωληνιστής.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που ψαρεύει μαλάκια σωλήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος «είδος θαλάσσιου οστρακόδερμου» + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθο-θήρας].