σφρίγος

From LSJ
Revision as of 08:23, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφρῐγος Medium diacritics: σφρίγος Low diacritics: σφρίγος Capitals: ΣΦΡΙΓΟΣ
Transliteration A: sphrígos Transliteration B: sphrigos Transliteration C: sfrigos Beta Code: sfri/gos

English (LSJ)

εος, τό,    A full strength, σφρίγει βραχιόνων Hermipp.58.

Greek (Liddell-Scott)

σφρίγος: [ῐ], τό, πλήρης ἰσχύς, ἀκμή, δύναμις, σφρίγει βραχιόνων Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 6.

Greek Monolingual

το / σφρίγος ΝΜΑ, και σφρῑγος και ασυναίρ. τ. γεν. -εος Α
ακμή σωματικής δύναμης, ευρωστία, ζωηρότητα (α. «γεμάτος νεανικό σφρίγος» β. «σφρίγει βραχιόνων», Ερμιππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σφριγῶ].