τειχομάχος

From LSJ
Revision as of 08:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχομάχος Medium diacritics: τειχομάχος Low diacritics: τειχομάχος Capitals: ΤΕΙΧΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: teichomáchos Transliteration B: teichomachos Transliteration C: teichomachos Beta Code: teixo/maxos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,    A defending a wall, App.Hisp. 93: but τ. σίδηρος for demolishing walls, Id.BC5.36: = vinearius, Lyd.Mag.1.46.

German (Pape)

[Seite 1081] um die Mauern kämpfend, Burgen belagernd und bestürmend, s. τειχομάχης.

Greek Monolingual

ο / τειχομάχος, -ον, ΝΜΑ τειχομαχῶ
1. (για πρόσ.) αυτός που μάχεται πάνω στο τείχος, που υπερασπίζει ή προσβάλλει τα τείχη
2. (για όργανα, μηχανές) αυτός που καταστρέφει τα τείχη (α. «τειχομάχος σίδηρος», Αππ.
β. «τειχομάχοι μηχαναί», Νικ. Χων.).