τακτόμισθος
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
English (LSJ)
ὁ, a rank in the army of the Ptolemies. PPetr.3p.26, al. (iii B.C.), A PLond.ined.2243 (iii B.C.), PGiss.2 ii 9 (ii B.C.), UPZ 31.3 (ii B.C.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
τακτόμισθος: ὁ, ὁ τάσσων τοὺς μισθούς, Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἔκδ. Leem. σ. 21.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βαθμός στον στρατό τών Πτολεμαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάκτης + μισθός (πρβλ. ολιγό-μισθος)].