ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Full diacritics: τετράτροπος | Medium diacritics: τετράτροπος | Low diacritics: τετράτροπος | Capitals: ΤΕΤΡΑΤΡΟΠΟΣ |
Transliteration A: tetrátropos | Transliteration B: tetratropos | Transliteration C: tetratropos | Beta Code: tetra/tropos |
ἐνιαυτός, A with four turning-points, PMag.Lond. 122.79.
-ον, ΜΑ
μσν.
τετραπλός
αρχ.
αυτός που έχει τέσσερεις εποχές («κόσμον ἅπαντα τρέπουσα τετράτροπον εἰς ἐνιαυτόν», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + τρόπος (πρβλ. πεντά-τροπος)].