τορητός

From LSJ
Revision as of 08:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορητός Medium diacritics: τορητός Low diacritics: τορητός Capitals: ΤΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: torētós Transliteration B: torētos Transliteration C: toritos Beta Code: torhto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A liable to be pierced: vulnerable, Lyc.456.

German (Pape)

[Seite 1130] durchbohrt, zu durchbohren, verwundbar, Lycophr. 456.

Greek (Liddell-Scott)

τορητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ τρυπήσῃ, τρωτός, τορητὸν οὐκ ἔτευξεν ἐν μάχῃ Λυκόφρ. 456.

Greek Monolingual

ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να τρυπηθεί, τρωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. τείρω «διατρυπώ» (πρβλ. απρμφ. αορ. τορεῖν) + κατάλ. -η-τός τών ρηματ. επιθ.].