τορνευτικός

From LSJ
Revision as of 08:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορνευτικός Medium diacritics: τορνευτικός Low diacritics: τορνευτικός Capitals: ΤΟΡΝΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: torneutikós Transliteration B: torneutikos Transliteration C: torneftikos Beta Code: torneutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of or for turning on a lathe: ἡ -κή (sc. τέχνη) v.l. for τορευ- in M.Ant.5.1.

German (Pape)

[Seite 1130] zum Drehen, Drechseln gehörig, geschickt, M. Ant. 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

τορνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἡ ἁρμόζων εἰς τὸ τορνεύειν, στρέφειν τὸν τόρνον· ἡ τορνευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τορνευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τορνεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορνευτή («τορνευτικά εργαλεία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τορνευτική
η τέχνη του τορνευτή.