τραχηλοειδής
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ές, A like the neck, Hsch. s.v. δειράδες.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τὸν τράχηλον, Ἡσύχ. ἐν λ. δειράδες· - συνῃρ. τραχηλώδης, Σχόλ. εἰς Νικάνδρ. Θηρ. 873.
Greek Monolingual
-ές, Α
όμοιος με τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + -ειδής].