τρυγόνιος

From LSJ
Revision as of 09:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡγόνιος Medium diacritics: τρυγόνιος Low diacritics: τρυγόνιος Capitals: ΤΡΥΓΟΝΙΟΣ
Transliteration A: trygónios Transliteration B: trygonios Transliteration C: trygonios Beta Code: trugo/nios

English (LSJ)

α, ον,    A of or from a τρυγών 11, Opp.H.2.480.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡγόνιος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τρυγόνα (ΙΙ), τρυγονίου δ’ οὔπω τι κακώτερον ἔπλετο πῆμα τρώματος Ὀππιαν. Ἁλ. 2. 480.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α τρυγών, -όνος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θαλάσσιο ψάρι τρυγόνα.