τρυγόνιος
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
α, ον, A of or from a τρυγών 11, Opp.H.2.480.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡγόνιος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τρυγόνα (ΙΙ), τρυγονίου δ’ οὔπω τι κακώτερον ἔπλετο πῆμα τρώματος Ὀππιαν. Ἁλ. 2. 480.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α τρυγών, -όνος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θαλάσσιο ψάρι τρυγόνα.