τυρευτήρ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A one who makes cheese, Ἑρμῆς τυρευτήρ Hermes as god of goatherds, and giver of goat's-milk cheese, AP9.744 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1164] ῆρος, ὁ, = Folgdm; so heißt Hermes, als Hirtengott und Geber des Ziegenkäses, Leonid. paralip. 89 (IX, 744).
Greek (Liddell-Scott)
τῡρευτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ τυρεύων, κατασκευάζων τυρόν, Ἑρμῆς τυρευτήρ, ὡς θεὸς τῶν αἰπόλων καὶ δοτὴρ τοῦ αἰγείου τυροῦ, Ἀνθ. Π. 9. 744.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui fait des fromages ép. d’Hermès, dieu des chevriers.
Étymologie: τυρεύω.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που παρασκευάζει τυρί, τυροποιός
2. προσωνυμία του Ερμού ως θεού τών ποιμένων και ως δότη του κατσικήσιου τυριού («Ἑρμᾷ τυρευτῆρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρεύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. βουλευ-τήρ)].
Greek Monotonic
τῡρευτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που κατασκευάζει τυρί, λέγεται για τον Ερμή ως θεό των βοσκών και των τράγων, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τῡρευτήρ: ῆρος ὁ сыровар (эпитет Гермеса как бога скотоводов) Anth.
Middle Liddell
τῡρευτήρ, ῆρος, ὁ,
one who makes cheese, of Hermes as god of goatherds, Anth. [from τῡρεύω]