τροχαντήρ

From LSJ
Revision as of 09:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχαντήρ Medium diacritics: τροχαντήρ Low diacritics: τροχαντήρ Capitals: ΤΡΟΧΑΝΤΗΡ
Transliteration A: trochantḗr Transliteration B: trochantēr Transliteration C: trochantir Beta Code: troxanth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, in Anatomy,    A trochanter, i. e. either of two processes at the head of the thigh bone, Gal.UP15.8, cf. Id.2.309, 312, Epigr. ap. S.E.M.1.316sq.    II part of the stern of a ship, Hsch.    III an instrument of torture, LXX4 Ma.8.13 (v.l. -τήρια).

Greek (Liddell-Scott)

τροχαντήρ: ῆρος, ὁ, ἐν τῇ Ἀνατομικῇ τροχαντῆρες ἐκαλοῦντο ἀποφύσεις ἢ ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἀνώτατον ἄκρον τοῦ ὀστοῦ τοῦ μηροῦ, ὑποκάτω τοῦ αὐχένος, εἰς ἃς καταφύονται οἱ μύες· ὁ ἀνώτερος τροχαντὴρ ὁ ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ μέρους ἐκαλεῖτο ὁ μέγας· ὁ δὲ κατώτερος ὁ ἐπὶ τοῦ ἐσωτερκοῦ ἐκαλεῖτο ὁ μικρός, Γαλην. τ. 2, σελ. 307, 773, ἔκδ. Kühn., «ἡ δὲ περὶ τῇ κεφαλῇ τοῦ μηροῦ τῶν ὀστῶν ἔκφυσις τροχαντὴρ ὀνομάζεται» Πολυδ. Β΄, 187. ΙΙ. μέρος τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου, Ἡσύχ. ΙΙΙ. βασανιστικὸν ὄργανον, ὡς ὁ τροχός, Ἰωσήπ. Μακκ. 8· πρβλ. τροχὸς ΙΙ. 4.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
βλ. τροχαντήρας.