φαλαγγιόπληκτος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ον, A stung by a venomous spider, Gal.13.66.
German (Pape)
[Seite 1252] von einer giftigen Spinne gestochen, gebissen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλαγγιόπληκτος: -ον, πληχθείς, κεντηθείς, δηχθεὶς ὑπὸ φαλαγγίων, δηλ. ἰοβόλου ἀράχνης, Γαλην.
Greek Monolingual
-ον, Α
φαλαγγιόδηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάγγιον «είδος αράχνης» + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό-πληκτος].