χαμαιδιδάσκαλος

From LSJ
Revision as of 10:11, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιδῐδάσκᾰλος Medium diacritics: χαμαιδιδάσκαλος Low diacritics: χαμαιδιδάσκαλος Capitals: ΧΑΜΑΙΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Transliteration A: chamaididáskalos Transliteration B: chamaididaskalos Transliteration C: chamaididaskalos Beta Code: xamaidida/skalos

English (LSJ)

ὁ,    A elementary schoolmaster, Edict.Diocl. 7.66, Paul.Al.O.2, Sch.Ar.Ec.804, Hierocl.Facet.61.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιδιδάσκᾰλος: ὁ γραμματοδιδάσκαλος, κατώτερος διδάσκαλος, professor artium secundarius, Ρήτορες (Walz) τ. 6. σ. 43, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 804, Φιλόγελως § 61 (ἔκδ. Eherhard) Σχόλ. εἰς Δημοσθ. 307, 1, ἔκδ. Ὀξ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
ασήμαντος, ταπεινός δάσκαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + διδάσκαλος.