χερσόβιος

From LSJ
Revision as of 10:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσόβῐος Medium diacritics: χερσόβιος Low diacritics: χερσόβιος Capitals: ΧΕΡΣΟΒΙΟΣ
Transliteration A: chersóbios Transliteration B: chersobios Transliteration C: chersovios Beta Code: xerso/bios

English (LSJ)

ον,    A living on dry land, opp. λιμνόβιος, Philum.Ven. 36.1.

German (Pape)

[Seite 1351] auf dem festen Lande lebend, Ggstz λιμνόβιος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χερσόβιος: -ον, ὁ ζῶν ἐπὶ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, ἀντίθετον τῷ λιμνόβιος, Ἀετ. Ἀλεξιφ. 36.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ
νεοελλ.
βιολ. αυτός που ζει αποκλειστικά στην ξηρά («χερσόβιοι οργανισμοί»)
αρχ.
αυτός που ζει στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμνόβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + βίος (πρβλ. λιμνό-βιος, ὑγρό-βιος)].