χειρόδεσμος

From LSJ
Revision as of 10:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόδεσμος Medium diacritics: χειρόδεσμος Low diacritics: χειρόδεσμος Capitals: ΧΕΙΡΟΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: cheiródesmos Transliteration B: cheirodesmos Transliteration C: cheirodesmos Beta Code: xeiro/desmos

English (LSJ)

ὁ,    A handcuff, manacle, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1345] ὁ, Handfessel, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῶν χειρῶν, χειροπέδη, Γλωσσ.· -ὡσαύτως χειροδέσμη, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 2923· χειροδεσμέω, Δούκας σ. 192.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
είδος ναυτικού κόμπου
μσν.-αρχ.
χειροπέδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + δεσμός.