ἀγαλλίς
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A dwarf iris, Iris attica, h.Cer.7,426:—also ἀγαλλιάς, ἡ, Nic.Fr.74.31.
German (Pape)
[Seite 7] ίδος, ἡ, eine Irisart, neben ὑάκινθος genannt, Hymn. Cer. 426, wie in Nicand. frg. bei Ath. XV, 683 e. Vgl. ἀναγαλλίς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαλλίς: -ίδος, ἡ, βολβῶδες φυτὸν τοῦ γένους τοῦ ὑακίνθου· ξιφοειδὲς κρίνον· ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 7, 426· πρβλ. Alb. Ἡσύχ. 1, σ. 30.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
iris nain, plante.
Étymologie: DELG rattaché à ἀγάλλομαι par l’étym. pop.
Greek Monotonic
ἀγαλλίς: -ίδος, ἡ, βολβώδες φυτό της οικογένειας των υακινθοειδών, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἀγαλλίς: ίδος (ᾰγ) ἡ бот. предполож. ирис HH.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.; also m. H.
Meaning: dwarf iris, Iris attica (hDem.) On Nic. fr 74, 31 s. DELG.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology. ἀγαλλίς ὑάκινθος, η θρυαλλὶς, η ἁναγαλλίς. André, Lex., anagallis; Strömberg, Pflanz. 78.