ἀλιμενία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A want of harbours, Hyp.Fr.156, Poll.1.101.
German (Pape)
[Seite 96] ἡ, Hafenlosigkeit, Hyperid. bei B. A. 78.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλιμενία: ἡ, ἔλλειψις λιμένων, Ὑπερείδ. ἐν Α. Β. 78, Πολυδ. 1. 101.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ falta de puertos Hyp.Fr.156.