ἀλευρώδης
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
ες, A like flour, Gal.12.212; ἄρτος Lyc.(?)ap.Orib.9.26.8.
German (Pape)
[Seite 93] ες, mehlartig, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλευρώδης: -ες, (εἶδος) = ὅμοιος ἀλεύρῳ, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ες
como harina, harinoso, ἀφρόνιτρον Gal.12.212, ἄρτος Orib.9.26.8.
Greek Monolingual
-ες (Α ἀλευρώδης) ἄλευρον ο όμοιος με αλεύρι
νεοελλ.
αυτός που περιέχει αρκετή ποσότητα αλεύρου.