ἀναδοτικός

From LSJ
Revision as of 12:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδοτικός Medium diacritics: ἀναδοτικός Low diacritics: αναδοτικός Capitals: ΑΝΑΔΟΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anadotikós Transliteration B: anadotikos Transliteration C: anadotikos Beta Code: a)nadotiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A causing to spring up, σπερμάτων Corn. ND28.    2 Medic., digestive, Gal.6.416.

German (Pape)

[Seite 187] vertheilend, verdauend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδοτικός: -ή, -όν, διανεμητικός, συντελεστικὸς πρὸς πέψιν, χωνευτικός, μετὰ γεν. Γρηγ. Ναζ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que hace brotar, germinar τὸ ἀ. σπερμάτων el poder germinativo de las semillas Corn.ND 28.
2 metabólico δύναμις Gal.6.416
fig. ref. a la ψυχή que es capaz de asimilar Gr.Naz.M.35.965A.

Greek Monolingual

ἀναδοτικός, -ή, -όν (Α) ἀνάδοτος
1. αυτός που διανέμει, που μοιράζει
2. αυτός που κάνει να ξεπηδούν, που γεννά
3. αυτός που μετατρέπει την τροφή σε ιστό, ο αφομοιωτικός.