ἀνατροχάζω

From LSJ
Revision as of 13:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατροχάζω Medium diacritics: ἀνατροχάζω Low diacritics: ανατροχάζω Capitals: ΑΝΑΤΡΟΧΑΖΩ
Transliteration A: anatrocházō Transliteration B: anatrochazō Transliteration C: anatrochazo Beta Code: a)natroxa/zw

English (LSJ)

   A = ἀνατρέχω, κοχλιοειδῶς Ph.Byz.Mir.1.4.

German (Pape)

[Seite 212] und ἀνατροχάω, Sp., für ἀνατρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατροχάζω: τύπος μεταγεν. τοῦ ἀνατρέχω, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν ἑπτὰ θαυμάτων 1.

Spanish (DGE)

recorrer Ph.Byz.Mir.1.4.

Greek Monolingual

ἀνατροχάζω)
(για πυροβόλα) μετακινούμαι προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, οπισθοδρομώ
αρχ.
τρέχω προς τα επάνω ή προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τροχάζωτρέχω») < τροχός.
ΠΑΡ. ανατροχασμός].