ἀνελευθεριότης
From LSJ
ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots
English (LSJ)
ητος, ἡ, A = ἀνελευθερία, Arist. MM1192a8.
German (Pape)
[Seite 222] ἡ, dass., Arist. Magn. mor. 1, 25.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ servilismo Arist.MM 1192a8.
Greek Monolingual
ἀνελευθεριότης, η (Α)
έλλειψη ελευθεριότητας, ανελευθερία.
Russian (Dvoretsky)
ἀνελευθεριότης: ητος ἡ Arst. = ἀνελευθερία.