ἀνελευθεριότης

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνελευθεριότης Medium diacritics: ἀνελευθεριότης Low diacritics: ανελευθεριότης Capitals: ΑΝΕΛΕΥΘΕΡΙΟΤΗΣ
Transliteration A: aneleutheriótēs Transliteration B: aneleutheriotēs Transliteration C: aneleftheriotis Beta Code: a)neleuqerio/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, = ἀνελευθερία (sordidness, stinginess), Arist. MM1192a8.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ servilismo Arist.MM 1192a8.

German (Pape)

[Seite 222] ἡ, dass., Arist. Magn. mor. 1, 25.

Greek Monolingual

ἀνελευθεριότης, η (Α)
έλλειψη ελευθεριότητας, ανελευθερία.

Russian (Dvoretsky)

ἀνελευθεριότης: ητος ἡ Arst. = ἀνελευθερία.

Translations

stinginess

Azerbaijani: simiclik; Breton: tostoni; Dutch: gierigheid; Faroese: gírni; French: radinerie; Georgian: ხელმოჭერილობა, სიძუნწე; German: Geiz, Knauserei; Greek: τσιγκουνιά, καρμιριά, σφιχτοχεριά, σπαγκιά, ματζιριά; Ancient Greek: ἀκρίβεια, ἀκριβείη, ἀκριβολογία, ἀμεταδοσία, ἀνελευθερία, ἀνελευθεριότης, γλισχρία, γλισχρότης, εὐτέλεια, εὐτελείη, εὐτελίη, κιμβεία, κιμβικεία, κιμβικία, κινάβρα, κνιπεία, μικροδοσία, μικρολογία, σμικρολογία, φειδωλία; Irish: péisteánacht, cinnteacht, cruacht, ceacharthacht, sprionlaitheacht, gortaíl, cruáil, cruálacht, cruas, caillteacht, gannchúis, stinsireacht, neoid; Italian: taccagneria, tirchieria, avarizia, grettezza, pitoccheria, spilorceria; Latin: avaritia; Norwegian: gjerrighet; Romanian: avariție, zgârcenie, parcimonie; Russian: жадность, скупость; Slovene: skopušnost; Spanish: tacañería; Tagalog: kakulpitan, kakuriputan; Turkish: cimrilik