ἀνεκπλήρωτος

From LSJ
Revision as of 13:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεκπλήρωτος Medium diacritics: ἀνεκπλήρωτος Low diacritics: ανεκπλήρωτος Capitals: ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ
Transliteration A: anekplḗrōtos Transliteration B: anekplērōtos Transliteration C: anekplirotos Beta Code: a)nekplh/rwtos

English (LSJ)

ον,    A incapable of fulfilment, τἀγαθὸν<οὐκ>-τον Phld.D.1.12.

German (Pape)

[Seite 221] nicht auszufüllen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκπλήρωτος: -ον, ὁ μὴ πληρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ πληρωθῇ, Ἀποσπ. Ἡρακλεωτ. σ. 211 Scott.

Spanish (DGE)

-ον imposible de realizar τἀγαθόν Phld.D.1.12.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεκπλήρωτος, -ον)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί, απραγματοποίητος
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.