ἀνερμήνευτος

Revision as of 13:32, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with none to interpret, E.Hyps.Fr.1 iv18.    II inexplicable, indescribable, τῷ πέλας S.E.M.7.65; ὀδύνη Aristaenet. 2.5.

German (Pape)

[Seite 226] unerklärt, unerklärlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερμήνευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἑρμηνεύσῃ, ἀνεξήγητος, ἀπερίγραπτος, τῷ πέλας Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 66· ὀδύνη Ἀρισταίν. 2. 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἰω. Χρυσ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no es comprendido, ἄπολις ἀνερμήνευτος sin patria, sin nadie que le comprenda E.Fr.1.4.18 Bond.
2 indescifrable ὁ λόγος Corp.Herm.16.2
del ser imposible de explicar τῷ πέλας Gorg.B 3, ὀδύνη Aristaenet.2.5.19
incomprensible, sin interpretación de una palabra, Eust.1793.16
neutr. adv. ἀνερμήνευτα inexplicablemente τί χρῆμ' ἀ. δυσθυμῇ; ¿por qué tan inexplicablemente estás lleno de desánimo? E.Io 255.
II adv. -ως inexplicablemente γεννηθῆναι Cyr.S.V.Euthym.26.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνερμήνευτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ερμηνευθεί ή δεν επιδέχεται ερμηνεία, ανεξήγητος
2. ανέκφραστος, απερίγραπτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνερμήνευτος: необъяснимый (τινι Sext.; v. l. Eur.).