ἀντωθέω
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
A push in the contrary direction, Hp.Fract.39, cf. Ph.2.354:—Pass., τὸ ὠθοῦν ἀντωθεῖται Arist.GA768b19, cf. Mech.851a3:— Med., push one against another, Theopomp.Hist.283.
German (Pape)
[Seite 265] (s. ὠθέω), dagegen, zurückstoßen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντωθέω: ὠθῶ ἐναντίον ἢ ὀπίσω, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776: - Παθ., τὸ ὠθοῦν ἀντωθεῖται Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 18, πρβλ. Μηχ. 31, 1: - Μέσ., ὠθῶ τινα κατά τινος ἄλλου, Θεοπόμπ. Ἱστ. 125. ΙΙ. ἐναντιοῦμαι, Φίλων 1. 14.
Spanish (DGE)
empujar en dirección contraria en las luxaciones, Hp.Fract.39, Art.27, Gal.18(1).324
•en v. pas. τὸ ὠθοῦν ἀντωθεῖται Arist.GA 768b19, κώπη ... ὑπ' ἐκείνου ἀντωθουμένη Arist.Mech.851a3, de las corrientes ἀντωθεῖται ὑπ' ἀλλήλων Arist.Pr.932a16
•en v. med. apelotonarse uno contra otro de unas colinas, Theopomp.Hist.263.
Russian (Dvoretsky)
ἀντωθέω: отталкивать, отбрасывать (ἀντωθεῖσθαι ὑπ᾽ ἀλλήλων Arst.).