ἀποθηλάζω
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
A suck, Sor.1.118, Paul.Aeg.3.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθηλάζω: -σω, θηλάζω, «πρὸς τὸ μὴ θρομβοῦσθαι τὸ γάλα ἐν μαζοῖς τὰς τετοκυίας ἀποθηλάζεσθαι» Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 146. 13.
Spanish (DGE)
chupar τοῦ νοτισμοῦ Sor.88.8, cf. Paul.Aeg.3.28.12.
Greek Monolingual
(AM ἀποθηλάζω)
νεοελλ.
απογαλακτίζω
αρχ.
θηλάζω.