ἀπομεθίημι
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
ψυχήν A give up the ghost, A.R.1.280 (tm.).
German (Pape)
[Seite 314] (s. ἵημι), entlassen; ψυχήν Ap. Rh. 1, 280, in tmesi, den Geist aufgeben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομεθίημι: ψυχήν, παραδίδω τὸ πνεῦμα, ἐκπνέω, αὐτίκ’ ἀπὸ ψυχὴν μεθέμεν Ἀπολλ. Ῥόδ. Α. 280, ἐν τμήσει.
Spanish (DGE)
dejar escapar ψυχήν A.R.1.280 (tm.).
Greek Monolingual
ἀπομεθίημι (Α)
φρ. «ἀπομεθίημι ψυχήν» — παραδίδω το πνεύμα, εκπνέω.