ἀπομυλλαίνω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
A make mouths at, EM125.25; μὴ ἀπομυλλαίνη ἡ γνάθος, of a broken jaw, in which the fractured parts override each other, Hp.Art.33 (-σμιλ- in Gal. ad loc.).
German (Pape)
[Seite 316] mit verzogenem Munde verhöhnen, ein schiefes Maul ziehen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομυλλαίνω: στραβώνω τὸ στόμα μου σαρκαστικῶς καὶ ἐμπαίζω τινά, Ἐτυμ. Μ. 125. 15. Παρ’ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, μὴ ἀπομυλλήνῃ ἡ γνάθος διορθοῦται ἐκ τοῦ Ἐρωτιαν. σ. 92· ἴδε Foës λεξ.: ― ὡσαύτως μυλλίζω, Ψελλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοασσ. τ. 3, σ. 216.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἀπομυλ- Hp. en Gal.19.84
torcerse la boca o la mandíbula ὡς ... μὴ ἀπομυλλαίνῃ ἡ γνάθος para que la mandíbula no quede mal encajada Hp.Art.33, cf. Hp. en Erot.25.11, en Gal.l.c.
•como gesto desdeñoso despreciar, EM 125.25G.