ἀσκητέος

From LSJ
Revision as of 15:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκητέος Medium diacritics: ἀσκητέος Low diacritics: ασκητέος Capitals: ΑΣΚΗΤΕΟΣ
Transliteration A: askētéos Transliteration B: askēteos Transliteration C: askiteos Beta Code: a)skhte/os

English (LSJ)

α, ον,    A to be practised, X.Cyr.5.3.43, Jul.Ep.89.    II ἀσκητέον one must practise, σοφίαν, σωφροσύνην, Pl.Grg.487c, 507d; ποῖα πρὸς ποίους ἀ. Arist.Pol.1325a13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ἡ σιωπὴ ἀσκητέα, πρέπει τις ν’ ἀσκήσῃ ἑαυτὸν εἰς τὸ σιωπᾶν, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43. ΙΙ. ἀσκητέον, δεῖ ἀσκεῖν· σοφίαν, σωφροσύνην Πλάτ. Γοργ. 487C, 507D· ποῖα πρὸς ποίους ἀσκ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 18.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἀσκέω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe practicarse ἡ σιωπὴ ἀσκητέα X.Cyr.5.3.43, ἡ φιλανθρωπία Iul.Ep.89b.289a, τοῦτο δὲ ἀσκητέον μὴ παρενθυμουμένῳ M.Ant.5.5.

Greek Monotonic

ἀσκητέος: -α, -ον, ρηματ. επίθ. του ἀσκέω·
I. που πρέπει να εξασκηθεί, σε Ξεν.
II. ἀσκητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να ασκήσει, σοφίαν, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀσκέω
I. to be practised, Xen.
II. ἀσκητέον, one must practise, σοφίαν Plat.