ἁλυκίς
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (ἅλς) A salt-spring, Str.4.1.6. II saltness, Plu. 2.897a.
German (Pape)
[Seite 110] ίδος, ἡ, das Salzigsein, Plut. plac. phil. 3, 16. – Bei Strab. p. 182 Salzquelle.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλῠκίς: -ίδος, ἡ, (ἃλς) = ἁλμυρὰ πηγή, Στράβ. 182. ΙΙ. ἁλμυρότης, Πλούτ. 2. 896F.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 salure;
2 salines.
Étymologie: ἁλυκός.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 salinidad, Placit.3.16.2, Plu.2.897a.
2 manantial de agua salobre Str.4.1.6.
• Etimología: Cf. ἅλς.
Greek Monolingual
ἁλυκὶς (-ίδος), η (Α) ἁλυκός
1. πηγή αλμυρού νερού
2. αλμυρότητα, αρμύρα.
Greek Monotonic
ἁλῠκίς: -ίδος, ἡ (ἅλς), αλμυρή πηγή, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλῠκίς: ίδος (ᾰ) ἡ соленость Plut.