ἄκερχνος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ον, A without hoarseness, Aret.CA1.10. II Act., curing hoarseness, Id.CD1.8.
German (Pape)
[Seite 71] ohne Heiserkeit, die Heiserkeit vertreibend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκερχνος: -ον, = ἄνευ κέρχνου (βραχνάδας), Ἀρεταῖος Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 10. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ θεραπεύων τὴν βραχνάδαν, ὁ αὐτ. Θερ. Χρον. Παθ. 1. 8.
Spanish (DGE)
-ον
1 sin ronquera ὁ νοσέων Aret.CA 1.10.9.
2 que cura la ronquera φάρμακον Aret.CD 1.8.2.
Greek Monolingual
ἄκερχνος, -ον (Α) κέρχνος
1. αυτός που δεν έχει βραχνάδα
2. αυτός που θεραπεύει τη βραχνάδα.