ἐναλύω

From LSJ
Revision as of 18:01, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰλύω Medium diacritics: ἐναλύω Low diacritics: εναλύω Capitals: ΕΝΑΛΥΩ
Transliteration A: enalýō Transliteration B: enalyō Transliteration C: enalyo Beta Code: e)nalu/w

English (LSJ)

   A = ἀλύω ἐν, revel in, exult over, c. dat., ἐ. καὶ ἐνυβρίζειν Ph. 2.369, cf.372; simply, dwell upon, ὅταν ἐναλύῃ αὐτοῖς ὁ λόγος Philostr. Im.2.8; θεραπείᾳ τῇ περὶ τὴν θεὸν ἐ. Hld.7.9; κόμη ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ hair hanging wildly over the face, Philostr.Im.1.10.

German (Pape)

[Seite 826] darin herumschweifen, verweilen, Philostr. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναλύω: ἀλύω ἐν, Φιλόστρ. 823, κτλ.˙ κόμη ἐναλύουσα τῷ προσώπῳ, περιπλανωμένη ἀτάκτως ἐπὶ τοῦ προσώπου, ὁ αὐτὸς 779.

Spanish (DGE)

1 ensañarse c. dat. μέρεσι (σώματος) ἐναλύειν καὶ ἐνυβρίζειν ἀξιοῦσιν Ph.2.369, cf. 372.
2 ir de acá para allá, moverse agitadamente ἡ κόμη ... ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ Philostr.Im.1.10, τις ἀνὴρ ἐναλύων ταῖς ὄχθαις Hld.2.21.2, cf. 7.9.1.
3 fig. divagar ὅταν ἐναλύῃ αὐτοῖς ὁ λόγος cuando el relato divaga sobre estos temas Philostr.Im.2.8.

Greek Monolingual

ἐναλύω (Α)
1. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση ασχολούμενος με κάτι
2. γλεντοκοπώ, οργιάζω
3. περιπλανιέμαι κάπου («ἡ κόμη ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ» — καθώς περιπλανιέται άτακτα στο μέτωπο, Φιλόστρ.).