ἐναντιπέρα
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
Adv. A on the opposite side, Epigr. Gr.981.6 (Philae).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντιπέρᾱ: ἐπίρρ., καταντιπέρας, καταντικρύ, Ἑλλ. Ἐπιγράμ. 981, 6.
Spanish (DGE)
(ἐναντῐπέρᾱ)
adv. al otro lado, enfrente como adj. γαῖαν ἐ. ναίων IPh.158.6 (imper.).