καταντιπέρας
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
= καταντικρύ ΙΙ, c. gen., X.An.1.1.9; κατ' ἀντιπέραν is found ib.4.8.3, Luc.JTr.42; καταντίπερα Man.4.188:—also καταντιπέρην Id.2.22, al.
German (Pape)
[Seite 1366] gegenüber, wie ἀντιπέρας; ἐν χεῤῥονήσῳ τῇ κατ. Ἀβύδου Xen. An. 1, 1, 9; Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
en face.
Étymologie: κατά, ἀντιπέρας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αντιπέρας tegenover, met gen.
Russian (Dvoretsky)
καταντιπέρᾱς: praep. cum gen. против, напротив (ἐν Χερρονήσῳ τῇ κ. Ἀβύδου Xen.).
Greek Monolingual
καταντιπέρας (Α)
επίρρ. ακριβώς απέναντι, καταντικρύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀντιπέρας «αντίκρυ, απέναντι»].
Greek Monotonic
καταντιπέρας: = καταντικρύ II, με γεν., σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
καταντιπέρᾱς: καταντικρὺ ΙΙ, μετὰ γεν., Ξεν. Ἀν. 1. 1, 9· διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κατ’ ἀντιπέραν αὐτόθι 4. 8, 3, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 42·- καταντίπερα Μανέθων 4, 188.- Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 246 κἑξ.
Middle Liddell
= καταντικρύ II, c. gen., Xen.]