ἐξεριστικός

From LSJ
Revision as of 18:38, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεριστικός Medium diacritics: ἐξεριστικός Low diacritics: εξεριστικός Capitals: ΕΞΕΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exeristikós Transliteration B: exeristikos Transliteration C: ekseristikos Beta Code: e)ceristiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A captious, disputatious, dub. l. in Epicur.Sent.14; cf. ἐξερειστικός.

German (Pape)

[Seite 878] ή, όν, zum hartnäckigen Streite gehörig, geneigt; δύναμις D. L. 10, 143; πληγή, heftiger Pulsschlag, Galen.

Greek Monolingual

ἐξεριστικός, -ή, -όν (Α) εξεριστής
αυτός που έχει τάση για έριδες και λογομαχίες.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεριστικός: умеющий (успешно) спорить: δύναμις ἐξεριστική Diog. L. умение побеждать.