ἐπίθυμα
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is burnt in magic, PMag.Par.1.1308, al.; sacrificial victim, Hsch.s.v. ἱεράθετα.
German (Pape)
[Seite 943] τό, das Geopferte, Opferthier, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίθυμα: τό, ἱερεῖον, σφάγιον, Ἡσύχ. ἐν λ. ἱεράθετα.
Spanish
ofrenda, sahumerio, sustancia aromática para quemar, ofrenda que se quema
Greek Monolingual
ἐπίθυμα, τὸ (Α)
1. το θυσιαζόμενο ζώο, το σφάγιο
2. οτιδήποτε καίγεται κατά την τέλεση μαγείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύμα «σφάγιο»].