ἐπιδιαρρήγνυμαι

From LSJ
Revision as of 19:22, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδιαρρήγνῠμαι Medium diacritics: ἐπιδιαρρήγνυμαι Low diacritics: επιδιαρρήγνυμαι Capitals: ΕΠΙΔΙΑΡΡΗΓΝΥΜΑΙ
Transliteration A: epidiarrḗgnymai Transliteration B: epidiarrēgnymai Transliteration C: epidiarrignymai Beta Code: e)pidiarrh/gnumai

English (LSJ)

aor. -διερράγην [ᾰ], Pass.,    A burst at or because of a thing, Ar.Eq.701.

Greek Monolingual

ἐπιδιαρρήγνυμαι (Α)
σκάζω («κᾷτ’... ἐκροφήσας... ἐπιδιαρραγῶ» — κι έπειτα να το ρουφήξω όλο και να σκάσω, Αρφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διαρρήγνυμαι «σκάζω»].

Greek Monotonic

ἐπιδιαρρήγνῡμαι: αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., ξεσπώ εναντίον ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδιαρρήγνῠμαι: (aor. 2 conjct. ἐπιδιαρρᾰγῶ) разрываться, лопаться Arph.

Middle Liddell

aor2 -διερράγην
Pass. to burst at or because of a thing, Ar.