ἐπιείσομαι

Revision as of 19:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἐπιεισάμενος, only fut. and aor.,    A rush, hasten to or against, τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω Il.11.367; ἀγροὺς ἐπιείσομαι ἠδὲ βοτῆρας Od.15.504; ἐπιεισαμένη πρὸς στήθεα χειρὶ παχείῃ ἤλασε Il.21.424 (v.l. ἐπερεισαμένη). (Cf. ε'ἴσομαι 11: perh. fut. and aor. of (ἐπι-) (ϝ) ίεμαι.)

French (Bailly abrégé)

fut. épq. de ἔπειμι² (ou de ἐπί, ἵεμαι LSJ, v. ἐφίημι).

English (Autenrieth)

see ἔπειμ Od. 9.2.

Greek Monolingual

ἐπιείσομαι (Α)
1. ορμώ, σπεύδω («τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι ὅν κε κιχείω», Ομ. Ιλ.)
2. επισκέπτομαι («ἀγρούς ἐπιείσομαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είσομαι «σπεύδω», τ. που θεωρείται μέλλ. του ίεμαι «επιθυμώ»].

Greek Monotonic

ἐπιείσομαι: μέλ. του ἔπειμι (εἶμι ibo)· -ἐπιεισάμενος, μτχ. αορ. αʹ

Russian (Dvoretsky)

ἐπιείσομαι: эп. fut. к ἔπειμι II.

Frisk Etymological English

See also: s. 1. εἴσομαι.

Frisk Etymology German

ἐπιείσομαι: {epi-eísomai}
Forms: Fut.
Grammar: v.
Meaning: werde verfolgen
See also: s. 1. εἴσομαι.
Page 1,536