ίεμαι
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
Greek Monolingual
ἵεμαι (Α)
1. κινούμαι πρός τα εμπρός
2. βιάζομαι
3. επιδιώκω, επιθυμώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. εἴσομαι και αόρ. εἴσατο, στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό -F-. Ο αρχικός τ. του ρήματος πρέπει να ήταν Fεῖ-μαι (< IE wei- πρβλ. αρχ. ινδ. veti, vyanti «επιδιώκω», λιθ. veju, vyti «κυνηγώ», λατ. vīs «θέλεις») που μετασχηματίστηκε σε Fείεμαι και αργότερα σε ἵεμαι (με -ι-μακρό) υπό την επίδραση του ἵημι, ἵεμαι «ρίχνω, ορμώ», με το οποίο συνέπεσε μορφολογικά μετά τη σίγηση του F. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση ο ενεστ. σχηματίστηκε βάσει ενός παρεκτεταμένου θ. weyƏ1-. Δηλ. αρχικός ήταν ο τ. Fέyε-μαι, ο οποίος αντικαταστάθηκε από το Fείμαι, υπό την επίδραση του Fείσομαι, ἐFείσατο].